- πιθαράδικο
- το, Νεργαστήριο κατασκευής πιθαριών ή κατάστημα όπου πωλούνται πιθάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιθαραδ- τού πληθ. πιθαράδες τού πιθαράς + κατάλ. -ικο (πρβλ. βενζιν-άδικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθαράδικο — το το εργαστήρι ή το εργοστάσιο κατασκευής πιθαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)